- ξεσκάλωμα
- τό1) отцепление, освобождение; снимание с крю(ч)ка; 2) перен. выход из трудного, запутанного положения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεσκάλωμα — το, ατος απαλλαγή, απελευθέρωση πράγματος που σκάλωσε: Είναι δύσκολο το ξεσκάλωμα του χαρταετού από το δέντρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεσκάλωμα — το [ξεσκαλώνω] 1. απελευθέρωση πράγματος που είναι σκαλωμένο ή που έχει μπλεχτεί με ένα άλλο 2. το ξέμπλεγμα, το ξεμπέρδεμα από μία δύσκολη ή δυσάρεστη υπόθεση … Dictionary of Greek